- αισχροδικείο(ν)
- το суд для разбора дел о спекуляции, о продаже по незаконно повышенным ценам, по извлечению незаконной прибыли
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αισχροδικείο — το [*αισχροδίκης] παλαιό ειδικό δικαστήριο που δίκαζε τους κατηγορουμένους για αισχροκέρδεια* … Dictionary of Greek